- κολποκοιλιακός
- -ή, -όφρ. α) «κολποκοιλιακό δεμάτιο»ανατ. σχοινοειδής μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών ινών που αποτελεί τμήμα τού ερεθισματαγωγού συστήματος τής καρδιάςβ) «κολποκοιλιακός κόμβος»ανατ. μικρή μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών κυττάρων που αποτελεί τμήμα τού ερεθισματαγωγού συστήματος τής καρδιάςγ) «κολποκοιλιακός αποκλεισμός»ιατρ. έλλειψη συγχρονισμού στις συστολές τών επάνω και τών κάτω θαλάμων τής καρδιάς — τών κόλπων και τών κοιλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος + κοιλιακός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. atrioventriculaire. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.